-
1 προ-κατα-βάλλω
προ-κατα-βάλλω (s. βάλλω), vor, vorn od. vorher niederwerfen, Sp., wie D. Cass. 57, 10, οἰκοδόμημα προκατεβάλλετο.
1 προ-κατα-βάλλω
προ-κατα-βάλλω (s. βάλλω), vor, vorn od. vorher niederwerfen, Sp., wie D. Cass. 57, 10, οἰκοδόμημα προκατεβάλλετο.